- ερώτημα
- ερώτημα, το και ρώτημα, το, -ατος1. διατυπωμένη ερώτηση, ζήτημα προς λύση, απορία για διευκρίνιση: Περιμένουμε απάντηση στο ερώτημα.2. πρόταση γραπτή που υποβάλλεται σε αρχή ή υπηρεσία και στην οποία αναμένεται απάντηση.3. φρ., «Θέλει ρώτημα;», δηλ. είναι αυτονόητο· «Nα 'χουμε καλό ρώτημα», δηλ. να είμαστε εξηγημένοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.